- αντίκρουση
- η (Α ἀντίκρουσις)νεοελλ.1. απόκρουση, αντεπίθεση2. ανασκευή, αναίρεση επιχειρημάτωναρχ.1. αιφνίδια αντίσταση2. εμπόδιο3. (αμφίβολη σημασία) εύστοχη απάντηση.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀντικρούσῃ — ἀντικρούσηι , ἀντίκρουσις abrupt close fem dat sg (epic) ἀντικρούω strike aor subj mid 2nd sg ἀντικρούω strike aor subj act 3rd sg ἀντικρούω strike fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έλεγχος — (I) ο (ΑΜ ἔλεγχος) 1. έρευνα, εξέταση για να διαπιστωθεί η αλήθεια, η ακρίβεια, η γνησιότητα, η ορθότητα («ο έλεγχος τών πληροφοριών, τής τήρησης τών δρομολογίων, τών προϊόντων, τών αποφάσεων κ.λπ.») 2. (για θεωρίες, απόψεις κ.λπ.) έρευνα για… … Dictionary of Greek
αντίπληξις — ἀντίπληξις, η (Α) αντίκρουση, αντιχτύπημα … Dictionary of Greek
αντεισήγηση — η εισήγηση που γίνεται με σκοπό την αντίκρουση άλλης εισήγησης … Dictionary of Greek
αντικατάσταση — η (Α ἀντικατάστασις) το να τοποθετείται κάτι η κάποιος στη θέση κάποιου άλλου, η αναπλήρωση νεοελλ. γραμμ. φρ. «χρονική αντικατάσταση» το να βρει κανείς έναν ρηματικό τύπο σε όλους τους χρόνους τους ίδιας έγκλισης «εγκλιτική αντικατάσταση» σε… … Dictionary of Greek
αντιπαράταξη — η (AM ἀντιπαράταξις) εχθρική στάση, αντιμετώπιση και αντίκρουση αρχ. μσν. σταθερή, ανένδοτη αντίσταση … Dictionary of Greek
απολογητικός — ή, ό (AM ἀπολογητικός, ή, όν) κατάλληλος για απολογία νεοελλ. 1. σχετικός με την απολογία 2. το θηλ. ως ουσ. ἡ Ἀπολογητική ο τομέας της Συστηματικής Θεολογίας που αποβλέπει στη δικαίωση της χριστιανικής πίστης με την επισήμανση της αξιοπιστίας… … Dictionary of Greek
διανομέας — Όργανο ή σύνολο οργάνων με τα οποία εισάγεται στις μηχανές που λειτουργούν με κινητήριο ρευστό το ρευστό αυτό. Στις παλινδρομικές ατμομηχανές ο δ. ρυθμίζει τις διάφορες φάσεις του κινητήριου ρευστού στο εσωτερικό του κυλίνδρου, με το άνοιγμα και… … Dictionary of Greek
εξαίρεση — η (AM ἐξαίρεσις) [εξαίρω] χειρουργική αφαίρεση, εξαγωγή ξένου σώματος ή οργάνου νεοελλ. 1. ιδιοτυπία, απομάκρυνση από το κανονικό ή το συνηθισμένο («ο ηθικός άνθρωπος καταντά σήμερα να είναι εξαίρεση») 2. διάκριση, προτίμηση («ο δάσκαλος δεν… … Dictionary of Greek
παραβολή — Διδακτικό αλληγορικό είδος της λογοτεχνίας, που με βάση τα γενικότερα χαρακτηριστικά του συγγενεύει με το παραμύθι. Από την άποψη του περιεχομένου, η π. διακρίνεται από την έλξη της προς το βάθος της θρησκευτικής και ηθικής σοφίας. Σε παλαιότερες … Dictionary of Greek